-
1 χαλαρός
χαλαρός, nachgelassen, schlaff, lose; ὑποδήματα Ar. Th. 263; ἁλύσεις Thuc. 2, 76; χαλινός Xen. equ. 10, 3; ἄρϑρα, die durch Verrenkung schlaff oder lahm geworden, MMedle.; vgl. νῠν γὰρ ἐν ἄρϑροις τοῖς ἐμοῖς στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών Ar. Vesp. 1494; – übertr., ἁρμονίαι χαλαραί, schlaffe Tonweisen ohne feste harmonische Verbindung der Tonsätze, Plat. Rep. III, 398 e. – Adv., χαλαρῶς ἐνήρμοσται ἡ ἐπιδορατὶς δόρατι Pol. 34, 3,5.
-
2 χαλαρός
χαλαρός, nachgelassen, schlaff, lose; ἄρϑρα, die durch Verrenkung schlaff oder lahm geworden; übertr., ἁρμονίαι χαλαραί, schlaffe Tonweisen ohne feste harmonische Verbindung der Tonsätze
См. также в других словарях:
χαλαρός — ή, ό / χαλαρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ. δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ … Dictionary of Greek